Σ’ εσάς που με ακούτε
Σ’ εσάς που με ακούτε

Σ’ εσάς που με ακούτε

Στο Βερολίνο του 2001 λαμβάνει χώρα ένα φιλειρηνικό φόρουμ, όμως στους δρόμους επικρατεί αναταραχή. Σε ένα σπίτι που ανήκει στον Χανς και στην ελληνίδα σύζυγό του, Μαρία, και υπενοικιάζεται, κατοικούν επίσης ένα νεαρό ζευγάρι Ελλήνων, ο Άγης και η Σοφία, καθώς και ο Ιβάν. Ο Άγης είναι μεταπτυχιακός φοιτητής και συγγραφέας. Στο βιβλίο του φέρνει την επαναστάτρια Ρόζα Λούξεμπουργκ στον 21ο αιώνα και της δίνει τα χαρακτηριστικά και τις συνήθειες της Σοφίας. Ο Άγης προετοιμάζεται για την επόμενη ημέρα, οπότε θα μιλήσει για το βιβλίο του και θα παρουσιάσει τη Σοφία ως την ενσαρκωμένη ηρωίδα του, σε φιλειρηνικό φόρουμ που διοργανώνεται στο Πανεπιστήμιο. Γι’ αυτό τον σκοπό έχει φέρει στο σπίτι μαγνητόφωνα, μικρόφωνα, μεγάφωνα, πανό κ.α. Στη συνέχεια πρόκειται να φύγει για να τελειώσει το βιβλίο του, αφήνοντας πίσω τη Σοφία. Τη Σοφία σημαδεύει ένα οικογενειακό δράμα, άγνωστο στον Άγη, στο οποίο αναφέρεται όταν μόνη της στο σπίτι κάνει πρόβα αυτά που θα πει την επόμενη ημέρα στο φόρουμ. Η Σοφία προσπαθεί να βρει χρήματα για να συντηρήσει την οικογένειά της στην Ελλάδα, αφού ο πατέρας της τούς έχει εγκαταλείψει μετά την αποκάλυψη της ομοφυλοφιλίας του αδερφού της και ένα ατύχημα που τον άφησε παράλυτο. Εξαιτίας αυτού του ατυχήματος και για να στηρίξει οικονομικά την οικογένειά της η Σοφία συμμετέχει σε αγοραπωλησίες ναρκωτικών. Σε λίγες ώρες αναμένεται η μητέρα της, Έλσα, με τον αδερφό της, Νίκο, και τον φίλο του αδερφού της, Τζίνο. Η Σοφία ετοιμάζει ένα «μεγάλο κόλπο», το τελευταίο, που θα αποφέρει πολλά χρήματα, ώστε να απαλλαγεί από τις συνεχείς πιέσεις της μητέρας της. Η Έλσα και η ακολουθία της έρχονται στο σπίτι στο τέλος του πρώτου μέρους. Το βράδυ της ίδιας ημέρας, η Μαρία μαγειρεύει προς τιμήν της οικογένειας της Σοφίας. Μετά το δείπνο υπάρχει πολλή ένταση μεταξύ της Σοφίας και της Έλσας. Όσο η Σοφία περιμένει το τηλεφώνημα για την αγοραπωλησία ναρκωτικών και ο Ιβάν και ο Τζίνο που γνωρίζουν την κατάσταση αγωνιούν, γίνεται αναφορά στο φόρουμ της επόμενης ημέρας. Τότε ο Άγης προτείνει να μιλήσουν όλοι στο φόρουμ και να κάνουν αμέσως πρόβα. Όλα τα πρόσωπα, εκτός της Σοφίας, παίρνουν με τη σειρά το μικρόφωνο και λένε την
προσωπική τους ιστορία. Τελευταίος παίρνει το μικρόφωνο ο Άγης, ο οποίος μιλάει για το βιβλίο του και αναφέρει για πρώτη φορά το όνομα της Ρόζα Λούξεμπουργκ. [15]

Στο μεταξύ, η Σοφία έχει λάβει το τηλεφώνημα για την αγοραπωλησία και με προκάλυμμα τον Χανς βγαίνει από το σπίτι. Ενώ ο Άγης τελειώνει τον λόγο του μία νεαρή Γερμανίδα, αδερφή του συνεργάτη της Σοφίας στο «κόλπο» φέρνει στο σπίτι τον Χανς και ανακοινώνει στα γερμανικά (γλώσσα άγνωστη στην Έλσα) ότι η Σοφία έπεσε θύμα πλεκτάνης και την δολοφόνησε ένας επίορκος αστυνομικός. Το έργο τελειώνει με τον Ιβάν να λέει στη Μαρία: Πάρε την Έλσα μέσα, η κόρη της σκοτώθηκε από αδέσποτη σφαίρα,[16] και τον Άγη με τον Τζίνο να στέκουν εμβρόντητοι ο ένας απέναντι στον άλλο.

Οι ήρωες του Σ’ Εσάς που με Ακούτε, ως επί το πλείστο διαφορετικής εθνικότητας και γλώσσας, συναντιούνται σε μια πολυπολιτισμική πόλη – transito, που βάλλεται από τη βιαιότητα της αστυνομίας.Με τα μικρόφωνα ανά χείρας μιλούν σε μια νοητή διαδήλωση, «σ’ αυτούς που τους ακούνε».Η ουσία δεν είναι τι καταθέτουν, αλλά ότι αναπαριστούν μια στιγμή επανάστασης αγωνιζόμενοι να αρθρώσουν δημόσια λόγο και να επικοινωνήσουν. Στόχος είναι να ζητήσουν από όσους τους ακούν -τους φανταστικούς συμμετέχοντες μιας διαδήλωσης αλλά και τους ίδιους τους πραγματικούς θεατές – να αναλάβουν την ευθύνη τους, ως πρόσωπα δρώντα και χειραφετημένα.

Το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη Σ’ Εσάς που με Ακούτε [17] είναι μια διαμαρτυρία για τα κοινωνικά, πολιτικά και ατομικά αδιέξοδα που μαστίζουν τις σύγχρονες κοινωνίες. Η συγγραφέας δίνει φωνή στα πρόσωπα του έργου για να εκμυστηρευτούν σε ένα φανταστικό κοινό τις αγωνίες τους, τον τρόμο τους απέναντι στη νέα τάξη πραγμάτων αλλά και την προσωπική ανασφάλεια, που τους προκαλεί η κοινωνική διαφθορά και παρακμή.

Η ανθρώπινη κραυγή, τα συνθήματα και οι ήχοι, όπως όλα αυτά εισβάλλουν στο εσωτερικό της σκηνής αποτελούν ένα πλούσιο γλωσσικό υλικό, που διατρέχει κομβικά σημεία της πλοκής και ενισχύει συμπληρωματικά τον εξομολογητικό οίστρο των ηρώων. Συνεπώς, το ηχητικό σύμπαν, με τις πολλαπλές εκφάνσεις του, όπως τις ορίζουν με σαφήνεια οι σκηνικές οδηγίες, αποτελεί όχι μόνο το πλαίσιο ενός θεατρικού λόγου διαμαρτυρίας αλλά και μια έντεχνη αλληγορία, που θέτει ως σκοπό την αφύπνιση του θεατή και την ανάληψη της προσωπικής του ευθύνης [18]

Σε ένα παλιό βερολινέζικο σπίτι, που σταδιακά ταράζεται από τον ήχο των επεισοδίων, τις ριπές και τα δακρυγόνα, ο κεντρικός ήρωας, ο Άγης ηχογραφεί τις φωνές των υπόλοιπων θεατρικών προσώπων και τις μοντάρει με συνθήματα από τις διαδηλώσεις. Το ιδιωτικό μπλέκεται με το δημόσιο για να επανεμφανισθούν υπαινικτικά στη σκηνή θέματα και  χαρακτήρες από παλαιότερα έργα της συγγραφέως. Χαρακτήρες που παίρνουν υπόσταση κρατώντας ένα μικρόφωνο σα να μιλούν σε μια συγκέντρωση ξεχωρίζοντας από το πλήθος της διαδήλωσης, «σε μας που τους ακούμε». Μιλούν βιωματικά, έντονα, παραληρηματικά, υμνώντας την ατομικότητα των εικόνων και των εμπειριών τους αλλά και χωρίς να διστάζουν να θυμηθούν ακόμα και σύμβολα της επανάστασης. Αυτό όμως που κάνει το Σ’ Εσάς που με Ακούτε ιδιαίτερα επίκαιρο στις μέρες μας είναι ότι εστιάζει στην αξία της συλλογικότητας, όπως αυτή υπογραμμίζεται είτε από τους διαμαρτυρόμενους είτε από αυτούς παρακολουθούν τη διαμαρτυρία. Σα να προφητεύει δηλαδή η συγγραφέας ότι το καινούργιο δε θα προκύψει από τα συνήθη επαναστατικά τσιτάτα αλλά θα αποτελεί μίξη ετερόκλητων συμπεριφορών, των οποίων την ατομικότητα οφείλουμε να σεβαστούμε. Εκεί που σταματάει η ιδιωτεία, ξεκινάει η χειραφέτηση.

Χειραφετημένη κοινωνία σήμερα, λέει προκλητικά ο Γάλλος φιλόσοφος Ζακ Ρανσιέρ (γαλλ. Jacques Rancière), δεν είναι αυτή όπου έχει απήχηση ένας συγκροτημένος λόγος απελευθερωτικός, αλλά η κοινωνία στην οποία ο καθένας μπορεί να γίνει αφηγητής και μεταφραστής, να πει τη δική του ιστορία αντίστασης και να αναπαραγάγει τον λόγο των άλλων προσθέτοντας το δικό του στίγμα. [19]

Η συγγραφέας στο έργο Σ’ Εσάς που με Ακούτε είναι σα να υποστηρίζει ότι όχημα μιας καινοτόμας επανάστασης στη σύγχρονη κοινωνία δεν μπορεί να είναι ο συνηθισμένος πολιτικά στερεοτυπικός λόγος αλλά η προσωπική μας συνευθύνη σε όλα όσα συμβαίνουν, όπως αυτή απορρέει μέσα από τη δυναμική των εξομολογήσεων των ηρώων αναφορικά με τις προσωπικές τους εμπειρίες, εικόνες και αντιστάσεις.

Η αξία της φαντασμαγορίας, η δυνατότητα δηλαδή του να αφηγηθείς μια προσωπική ιστορία συναντά τους συλλογικούς αγώνες για μια δικαιότερη κοινωνία. Σα να διεκδικούν τόσο οι ήρωες του έργου όσο και μια ολόκληρη κοινωνία χώρο, χρόνο και ύπαρξη. Αίτημα τους είναι να εισακουστούν για να υπάρξουν είτε ως ατομικότητες είτε ως σύνολο ενάντια σε μια νέα πραγματικότητα, που τους κάνει να ασφυκτιούν. Ο κλειστοφοβικός ιδιωτικός χώρος, όπως ορίζεται στο έργο, και ο αγοραφοβικά δημόσιος, που απειλεί τους ήρωες, προκαλούν το ίδιο αίσθημα ασφυξίας.

Γι’ αυτό και η σκηνική διευθέτηση, που προτείνει η ίδια η Αναγνωστάκη στο έργο της, εστιάζει στην αίσθηση του μετέωρου, που χαρακτηρίζει το άτομο στον σημερινό κόσμο της Παγκοσμιοποίησης. Ανάμεσα στα «λίγα παλιά έπιπλα» είναι τοποθετημένο «ένα πρατικάμπιλε και πάνω του ένα μακρύ τραπέζι. Γύρω, μεγάλα πανό με όλα τα ειδών τα συνθήματα». Η πολυγλωσσία, οι προσωπικές και επιτηδευμένα αποσπασματικές ιστορίες, που κινούν τους ήρωες, συμπληρώνονται από την αξιομνημόνευτη διακειμενικότητα του έργου. Στίχοι του Έλιοτ [20] και του Αναγνωστάκη [21], κείμενα του Τσέχωφ και του Γ. Χειμωνά καθώς και αναφορές σε ιστορικά πρόσωπα, όπως η «κόκκινη Ρόζα» τονίζουν το ιδεολογικό υπόβαθρο των ηρώων στα μονολογικά κυρίως κομμάτια του έργου. [22]
Σε ένα απ’ αυτά τα μονολογικά κομμάτια του έργου ένας από τους ήρωες ξεσπά:

 

Σωπάστε όλοι!

«Πρόκειται να έρθει το νέο είδος των ανθρώπων ένα άλλο είδος ξαφνικό. Μια νέα ράτσα κι απόλυτοι θα έχουν μια αφάνταστη τελειότητα».
Χρόνια ετοιμάζονται στα εργαστήρια των σοφών, στις μυστικές συσκέψεις των μεγάλων. Έχουν μια αφάνταστη τελειότητα – αρτιμέλεια – μακροζωία -απαλλαγμένοι από ασθένειες και ψυχοφθόρα αισθήματα – Επιλεγμένοι. Γι’ αυτό όμως πρέπει προηγουμένως οι παλιοί άνθρωποι κι αυτοί οι τρομαγμένοι λαοί να εξαφανιστούν οριστικά. Με τον πιο φρικτό τρόπο. Κανένα έλεος για μας που αιώνες ολόκληρους βασανιστήκαμε, συρθήκαμε σε άσκοπους πολέμους, σε επαναστάσεις, νικήσαμε και νικηθήκαμε. Εμείς …Οι αισθηματικοί άνθρωποι.

Οι ευσυγκίνητοι, οι άπληστοι για ζωή. Εμείς. Οι αφύλακτοι αριστοκράτες της Ιστορίας. Πρέπει να εξαφανιστούμε απ’ άκρον εις άκρον της γης αφού το νέο είδος… (Παύση).
Ας μου έλεγε κάποιος πως αυτό θα ήταν το τέλος μου και δε θα είχα γεννηθεί ποτέ. [23]

 

[15]  Η Ρόζα Λούξεμπουργκ (5 Μαρτίου 1871– 15 Ιανουαρίου1919, στα Γερμανικά Rosa ή Rosalia Luxemburg, στα Πολωνικά Róża Luksemburg) ήταν Εβραία γεννημένη στην Πολωνία που κατόπιν απέκτησε τη γερμανική υπηκοότητα, μαρξίστρια πολιτική θεωρητικός, σοσιαλιστική φιλόσοφος και επαναστάτρια που ανήκε στο Σοσιαλδημοκρατικ Κόμμα της Γερμανίας και αργότερα στο Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας.
Ξεκίνησε τη δράση της με την εφημερίδα Η Κόκκινη Σημαία, όπου και συνίδρυσε το Σπάρτακουσμπουντ (Spartakusbund), μια μαρξιστική επαναστατική ομάδα από την οποία και δημιουργήθηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας με το οποίο έλαβε μέρος σε μια ανεπιτυχή επανάσταση στο Βερολίνο τον Ιανουάριο του 1919.
Η εξέγερση εκτελέστηκε ενάντια στις συμβουλές της Ρόζας και συνετρίβη από τα απομεινάρια του μοναρχικού στρατού και από ελεύθερες δεξιές πολιτοφυλακές που συλλογικά ονομάζονταν Φράικορπς(Freikorps), οι οποίες εστάλησαν από την κυβέρνηση. Η Λούξεμπουργκ και εκατοντάδες άλλοι συνελήφθησαν, βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν.

[16] Φράση που παραπέμπει στο φινάλε από το «Γλάρο» του Α. Τσέχωφ (ρωσ. Анто́н Па́влович Че́хов, (29 Ιανουαρίου 1860 – 15 Ιουλίου 1904).

[17] Το ‘ Σε εσάς που με ακούτε ‘  ανέβηκε για πρώτη φορά  το 2003  στο θέατρο της  ” Οδού  Κυκλάδων απο τον καταξιωμένο έλληνα σκηνοθέτη Λευτέρη Βογιατζή και  το 2007 στην Ιταλία από τον Βίκτωρα Αρδίττη.

[18] Μαίρη Μπαιρακτάρη. «Σε εσάς που με ακούτε» της Λούλας Αναγνωστάκη:
Το ηχητικό σημείο : από τη διαμαρτυρία του θεατρικού προσώπου στην αφύπνιση του θεατή. Θεατρογραφίες {Πεπραγμένα Κέντρου Σημειολογίας του Θεάτρου. Αφιέρωμα στη Λούλα Αναγνωστάκη (20-21 Οκτωβρίου 2009)}, τχ. 16, Αθήνα, Γράμμα, 2011, σς. 50 -56.

[19] Δημήτρης Παπανικολάου. Οι θεατές στο δρόμο, εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, Αθήνα.

[20] Τον ξανασυναντάμε παραφρασμένο στον Ουρανό Κατακόκκινο ΗereIamanoldwomaninadrymonth. (στίχος από τηνΈρημη χώρα).

[21] Ενέδρες της Ζωής παραμονεύουν την πτώση σου, Μανόλης Αναγνωστάκης, Εσύ μόνο το ξέρεις..

[22]  Άσπα Τομπούλη. Σκηνικοί χώροι και αντικείμενα στο έργο της Λούλας Αναγνωστάκη.{ Πεπραγμένα Κέντρου Σημειολογίας του Θεάτρου. Αφιέρωμα στη Λούλα Αναγνωστάκη (20-21 Οκτώβρίου 2009)}, τχ. 16, Αθήνα, Γράμμα, 2011, σς. 86.

[23] Ο γιατρός Ινεότης. Γιώργος Χειμωνάς.. Εκδότης: Κέδρος, Αθήνα, 1971.

 

Project details